Μετά τις συζητήσεις και τις διαβουλεύσεις όλων των αρμοδίων φορέων για το Νομοσχέδιο με τίτλο: «Ο Περί της Σύστασης και Λειτουργίας Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς, Νόμος 2021», και ενόψει της εξέτασής του στην τελευταία συνεδρία της Ολομέλειας της Βουλής την ερχόμενη Πέμπτη 22 Απριλίου 2021 με στόχο την ψήφισή του, ο ΠΔΣ επαναλαμβάνει εμφατικά τους προβληματισμούς του όσον αφορά τις προϋποθέσεις για τη σύσταση της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς.
Δεδομένου ότι η σύσταση της συγκεκριμένης Αρχής κρίνεται ως ένας ιδιαίτερα σημαντικός θεσμός προκειμένου να συνδράμει αποτελεσματικά στην καταπολέμηση των διαχρονικών φαινομένων διαφθοράς στην Κύπρο, απαιτείται να στερεωθεί εξ αρχής σε βάση όπου θα διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της.
Θα πρέπει το Νομοσχέδιο να παρέχει ανακριτικές εξουσίες στην Αρχή για να δύναται να λειτουργήσει βελτιωτικά προς το ζητούμενο σκοπό.
Εύλογα λοιπόν προκύπτει σειρά προβληματισμών για την αποτελεσματικότητα της Αρχής ως προς τη διερεύνηση των πράξεων διαφθοράς και των πράξεων εν δυνάμει διαφθοράς οι οποίες πράξεις σύμφωνα με το προτεινόμενο Νομοσχέδιο αποτελούν ποινικά αδικήματα.
Θα πρέπει επιπρόσθετα η Αρχή να έχει εξουσία να επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις ή να διεξάγει ποινικές έρευνες διαφορετικά θα περιορίζεται ενδεχομένως σε εισηγήσεις και τα πορίσματα.
Για τούτο κρίνεται επάναγκες όπως η Ανεξάρτητη Αρχή κατά της Διαφθοράς έχει ουσιαστικές εξουσίες διερεύνησης.
Σε σχέση με τον προβληματισμό που εκφράστηκε περί ενδεχόμενης αντισυνταγματικότητας της συγκεκριμένης πρόνοιας, άποψη του ΠΔΣ είναι ότι η Αρχή μπορεί να έχει ανακριτικές εξουσίες και να παραμένει ανεξάρτητη χωρίς να συγκρούονται οι εξουσίες της με αυτές του Γενικού Εισαγγελέα. Η Αρχή μπορεί να στελεχωθεί με ποινικούς ανακριτές οι οποίοι θα έχουν εξειδίκευση και/ή πείρα στη διερεύνηση αδικημάτων Διαφθοράς.
Η Αρχή θα μπορεί με αυτόν τον τρόπο να διεξαγάγει έρευνες μέσω των ποινικών ανακριτών. Οι ποινικοί ανακριτές που θα στελεχώνουν την Αρχή θα είναι πρόσωπα δεόντως εξουσιοδοτημένα να διεξάγουν την ανάκριση δυνάμει του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και θα ενεργούν ως ανακριτές δυνάμει αυτού με όλες τις εξουσίες, τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται για ανακριτές δυνάμει του εν λόγω νόμου για τη διεξαγωγή ανακρίσεων σε σχέση με τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων.
Όταν η Αρχή θα ολοκληρώνει το μαρτυρικό υλικό εάν υπάρχουν κατά την άποψή της ποινικά αδικήματα θα ζητεί από τον Γενικό Εισαγγελέα την καταχώριση υπόθεσης. Σε περίπτωση που ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρεί τον φάκελο της υπόθεσης ελλιπή θα μπορεί να δίνει οδηγίες στην Αρχή για περαιτέρω διερεύνηση χωρίς όμως να υπάρχει υποχρέωση της Αρχής να ακολουθήσει τις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα. Η τελική απόφαση δίωξης βέβαια θα ανήκει στον Γενικό Εισαγγελέα. Περαιτέρω να σημειωθεί ότι η εξειδίκευση της Αρχής στη διερεύνηση των εν λόγω αδικημάτων θα οδηγήσει σε αποτελεσματικότερη και πιο γρήγορη διαλεύκανση των αδικημάτων διαφθοράς.
Η θεσμοθέτηση της πολύ σημαντικής αυτής Αρχής πρέπει να γίνει κατόπιν κατάλληλης προεργασίας και με το σωστό νομοθετικό πλαίσιο και στις σωστές βάσεις, με γνώμονα τα αντίστοιχα διεθνή πρότυπα. Διαφορετικά διατρέχουμε τον κίνδυνο η νέα Αρχή να αυξήσει τη γραφειοκρατία και το κόστος του φορολογούμενου χωρίς να έχει ιδιαίτερες εξουσίες για να βελτιώσει την κατάσταση κάτι που πολύ φοβόμαστε θα γίνει στην παρούσα περίπτωση.
Ως εκ τούτου, καλούμε όλους τους εταίρους της επιχειρούμενης προσπάθειας για σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς να λειτουργήσουν συναινετικά και να προχωρήσουν στις αναγκαίες τροποποιήσεις επί του Νομοσχεδίου, εκχωρώντας τις απαραίτητες ανακριτικές εξουσίες στην Αρχή ώστε να είναι σε θέση να διεκπεραιώνει με ανεξαρτησία και αποτελεσματικότητα το δύσκολο έργο που θα της ανατεθεί στην πρόληψη και καταπολέμηση της διαφθοράς και ταυτόχρονα να ικανοποιήσει τις επαυξημένες προσδοκίες της κοινωνίας για ουσιαστική συμβολή της Αρχής στην πάταξη των Φαινομένων Διαφθοράς που ταλανίζουν διαχρονικά τον τόπο μας.
Ανακοίνωση Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου